Η κήλη των αθλητών (sportsman’s hernia) ή αλλιώς σύνδρομο κοιλιακών – προσαγωγών ονομάζεται η βλάβη του βουβωνικού συνδέσμου ή των ανατομικών συνδεσμικών στοιχείων που σχηματίζουν των βουβωνικό πόρο. Η πάθηση αυτή αναγνωρίσθηκε και περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1980 από τον Jerry Gilmore. Ονομάσθηκε κήλη των αθλητών διότι, αφορά κυρίως αθλητές και ιδιαίτερα ποδοσφαιριστές, καλαθοσφαιριστές και δρομείς ανώμαλου δρόμου. Η πάθηση μπορεί να εμφανισθεί ακόμα και σε μη αθλητές, σε απλά ασκούμενους ανθρώπους. Η συχνότητα της είναι περίπου η ίδια σε άντρες και γυναίκες.
Η κήλη των αθλητών οφείλεται σε τραυματισμούς της βουβωνικής χώρας. Ο τραυματισμός αυτός μπορεί να είναι μία άμεση πλήξη της βουβωνικής περιοχής, όπως για παράδειγμα μια κλωτσιά ή συνηθέστερα να είναι το αποτέλεσμα πολλαπλών, επαναλαμβανόμενων καταπονήσεων. Οι τραυματισμοί της βουβωνικής χώρας προκαλούν εξασθένιση του οπισθίου τοιχώματος του βουβωνικού πόρου και σταδιακά την χαλάρωση του έξω βουβωνικού στομίου που ουσιαστικά είναι και η αιτία της πάθησης. Παρά την χαλάρωση του βουβωνικού στομίου δεν διαπιστώνεται η παρουσία βουβωνοκήλης. Ο όρος κήλη έχει παραμείνει διότι η χειρουργική τεχνική διόρθωσης της πάθησης είναι παρόμοια με την χειρουργική που εκτελείται για τις βουβωνοκήλες.
Τα συμπτώματα από την παρουσία της περιλαμβάνουν αιφνίδιο, οξύ, επιδεινούμενο βουβωνικό άλγος, που συνήθως αφορά τη μία από της δύο βουβωνικές χώρες. Η αντανάκλαση του πόνου είναι προς την έσω επιφάνεια του μηρού, ενώ σπανιότερα μπορεί να αντανακλά προς τους όρχεις ή το περίνεο. Η ένταση και η διάρκεια του πόνου επηρεάζει σημαντικά την απόδοση του αθλητή, ο οποίος συνήθως αναγκάζεται να διακόψει την αθλητική του δραστηριότητα.
Για να τεθεί η διάγνωση της κήλης των αθλητών είναι απαραίτητο να αποκλεισθούν άλλες παθήσεις που συνοδεύονται με βουβωνικό πόνο. Για τον σκοπό αυτό συνήθως χρησιμοποιούνται απεικονιστικές εξετάσεις όπως το υπερηχογράφημα και η μαγνητική τομογραφία. Παρ’ όλα αυτά, η διάγνωση της κήλης των αθλητών βασίζεται κατά κύριο λόγο στο ιστορικό της πάθησης, την εξέλιξη των συμπτωμάτων την πορεία της νόσου και την λεπτομερή κλινική εξέταση της περιοχής. Για τον λόγω αυτό, ο γιατρός πρέπει να έχει την απαραίτητη εκπαίδευση, να είναι εξοικειωμένος με την ανατομία της περιοχής και να μπορεί να θέσει την κλινική υποψία της πάθησης.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της κήλης των αθλητών είναι αποκλειστικά και μόνο χειρουργική. Η αντιμετώπιση της νόσου με παυσίπονα ή αντιφλεγμονώδη φάρμακα, με βιταμίνες ή φυσιοθεραπεία δεν ενδείκνυται, αφού κατά κανόνα ακόμα και αν υπάρξει σχετική βελτίωση των συμπτωμάτων, η νόσος θα υποτροπιάσει και πάλι. Επιπλέον, η καθυστερημένη διάγνωση και θεραπεία μεταβάλλει την οξεία πάθηση, σε χρόνια, μειώνοντας με τον τρόπο αυτό την αποτελεσματικότητα της χειρουργικής θεραπείας και αυξάνοντας το ποσοστό των υποτροπών.
Ενδεδειγμένη χειρουργική μέθοδος είναι η λαπαροσκοπική ενίσχυση του οπισθίου βουβωνικού τοιχώματος με τοποθέτηση πλέγματος. Με την λαπαροσκοπική μέθοδο αποφεύγεται η διατομή της περιτονίας του έξω λοξού και των απονευρώσεων των μυών (ανατομικά στοιχεία τα οποία ήδη πάσχουν), ελαχιστοποιείται η βλάβη των ιστών, εξασφαλίζεται η ταχεία μετεγχειρητική αποκατάσταση και επιστροφή στις αθλητικές δραστηριότητες, ενώ ταυτόχρονα είναι δυνατόν να ελεγχθεί και η άλλη βουβωνική περιοχή και αν χρειαστεί να διορθωθεί λαπαροσκοπικά από τις ίδιες οπές.
Η λαπαροσκοπική αντιμετώπιση της νόσου μπορεί να είναι η:
- Διακοιλιακή προσπέλαση με προπεριτοναϊκή τοποθέτηση του πλέγματος (Τ.Α.Ρ.Ρ. TransAbdominal PrePeritoneal)
- Η εξωπεριτοναϊκή προσπέλαση με αποκόλληση του περιτοναίου από τον ομφαλό μέχρι τη βουβωνική περιοχή, με προπεριτοναϊκή τοποθέτηση του πλέγματος (Τ.Ε.Ρ. Total Extraperitoneal Preperitoneal)
Η λαπαροσκοπική αντιμετώπιση της κήλης των αθλητών υπερέχει σημαντικά, της κλασικής ”ανοιχτής μεθόδου” σε βαθμού που σήμερα η ανοιχτή μέθοδος δεν προτείνεται για την αντιμετώπιση της πάθησης. Ενώ και οι δύο λαπαροσκοπικές τεχνικές (Τ.Α.Ρ.Ρ – Τ.Ε.Ρ) είναι το ίδιο αποτελεσματικές στην διόρθωση της πάθησης.